θορυβώδη

θορυβώδη
θορυβώδης
uproarious
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
θορυβώδης
uproarious
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
θορυβώδης
uproarious
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καν-καν — (can can). Γαλλικός θεατρικός χορός του 19ου αι. με θορυβώδη και άσεμνο, για τα μέτρα της εποχής του, χαρακτήρα. Η ονομασία του πιθανότατα προέρχεται από έκφραση της αργκό της εποχής, που σήμαινε τη θορυβώδη και μπερδεμένη συζήτηση· υπάρχει… …   Dictionary of Greek

  • Κορύβας — ο (Α Κορύβας, αντος, θηλ. Κορυβαντίς, ίδος) συν. στον πληθ. οι Κορύβαντες δαίμονες, τέκνα τής μητέρας τών θεών Ρέας και ακόλουθοι της, κυρίως ως Ρέας Κυβέλης, οι οποίοι τελούσαν τις τελετές τους σε μανιώδη ενθουσιασμό, με έξαλλες κινήσεις,… …   Dictionary of Greek

  • Σάββατο — Έβδομη ημέρα της εβραϊκής εβδομάδας, αφιερωμένη στον Κύριο. Η αρχαιότερη βιβλική νομοθεσία καθόριζε την ημέρα αυτή για πλήρη ανάπαυση, συνδέοντας την με την «ανάπαυση» του θεού κατά την έβδομη ημέρα της δημιουργίας (Γένεσις β’, Ικ.ε.), καθώς και… …   Dictionary of Greek

  • βοΐζω — και βουίζω 1. παράγω βοή, βγάζω θορυβώδη ήχο 2. βγάζω φωνή, κραυγάζω 3. φρ. «βούιξε ο ντουνιάς», «...το χωριό» κ.λπ. έγινε συζήτηση με δυσμενή σχόλια για κάποιον ή κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. βοώ, αναλογικά κατά τα αρχ. σε ίζω από τον αόρ. σε ησα,… …   Dictionary of Greek

  • εύκομπος — εὔκομπος, ον (Α) αυτός που ηχεί δυνατά, που κροτεί με θόρυβο («πλαγαῑς εὐκόμποις» με ισχυρά, θορυβώδη χτυπήματα, Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κόμπος «θόρυβος με αντήχηση»] …   Dictionary of Greek

  • θαλασσοκοπώ — θαλασσοκοπῶ, αττ. τ. θαλαττοκοπῶ, έω (Α) χτυπώ, δέρνω τη θάλασσα, ματαιολογώ, λέω άσκοπα και θορυβώδη λόγια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + κοπώ (< κόπος < κόπτω), πρβλ. ξυλο κοπώ, σφυρο κοπώ] …   Dictionary of Greek

  • θορυβώδης — ες (Α θορυβώδης, ες) [θόρυβος] 1. γεμάτος θόρυβο 2. αυτός που προκαλεί θόρυβο, ταραχώδης αρχ. 1. αυτός που δημιουργεί σύγχυση 2. συγκεχυμένος, μπερδεμένος. επίρρ... θορυβωδώς (Α θορυθωδῶς) με θόρυβο, με τρόπο θορυβώδη …   Dictionary of Greek

  • κουρούνα — Κοινή ονομασία ορισμένων στρουθιομόρφων πτηνών της οικογένειας των κορακοειδών. Οι κ. είναι συγγενικά είδη με τα κοράκια, με τα οποία ανήκουν στο ίδιο γένος. Κοινό είδος, το οποίο συναντάται στις παρυφές των δασών και κοντά σε λίμνες και έλη… …   Dictionary of Greek

  • κροτητός — κροτητός, ή, όν (Α) [κροτώ] 1. αυτός που όταν χτυπηθεί βγάζει ήχο («κτύπῳ δ ἐπιρροθεῑ κροτητὸν ἀμὸν και πανάθλιον κάρα», Αισχύλ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ κροτητά α) είδη γλυκισμάτων β) τμήμα εδάφους που έχει πατηθεί πολύ 3. φρ. α) «κροτητὰ… …   Dictionary of Greek

  • κωμικός — Ηθοποιός που ερμηνεύει κωμικούς ρόλους. Ενώ η τέχνη της πρόκλησης του γέλιου στο κοινό έχει τις ρίζες της στην αρχαιότητα, ο γνήσιος τύπος του κ., ολοκληρωμένος και με σαφώς καθορισμένο χαρακτήρα, συναντάται μόνο στον πιο ταιριαστό σε αυτόν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”